τηλέφειος

τηλέφειος
-α, -ο / τηλέφειος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -α, Α [Τήλεφος]
το θηλ. ως ουσ. η τηλέφεια
(στην αρχ.) τετραλογία που πραγματευόταν, πιθανώς, τον μύθο τού Τηλέφου και η οποία περιλάμβανε τα συγγενή δράματα Αλεάδαι, Μυσοί, Αχαιών Σύλλογος και Τήλεφος («Σοφοκλῆς ἐδίδασκε τηλέφειαν», επιγρ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τήλεφο
2. φρ. α) «τηλέφειον ἀγαθόν» — η υγεία (Διογ.)
β) «ἕλκος τηλέφειον» — κακοήθης πληγή, αθεράπευτο τραύμα (Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”